Αναπληρωση τέλος.
Σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να μην πέρασε ένας μήνας, σαν να μην πέρασαν εφτά μήνες... Επιμένει η ζωή να θέλει να γυρίσει στο παρόν της λες κι ο χρόνος δεν μεσολάβησε. Έτσι όπως μπήκαν κούπες του καφέ, απορρυπαντικά, σαμπουάν, κάλτσες, βαλίτσες να μπουν και οι αναμνήσεις, οι χαρές, οι λύπες, τα όνειρα, οι άνθρωποι,όλα, στην αποθήκη με τα υπόλοιπα.
Δεν θέλω να μιλήσω καθόλου για την εκπαίδευση, για τα προβλήματα που έχει, για το τι θα έρθει σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και θα ανατρέψει αυτά που ξέρουμε. Αυτά θα τα διαβάσουμε σύντομα στον τύπο και βέβαια θα τα καταγράψει η ιστορία. Εκείνο που θέλω να μοιραστώ για την παρθενική μου φορά ως αναπληρώτρια σε κάποιο επαγγελματικό λύκειο της Αργολίδας έχει άλλο, πιο προσωπικό χαρακτήρα. Πες πως είναι εξομολόγηση. Πες πως διαβάζεις κατά κάποιο τρόπο τη σκέψη μου.
Μια μέρα χτύπησε το τηλέφωνο. Η φωνή είπε: θα αλλάξεις τη ζωή σου, δεν είναι τίποτα, ως το καλοκαίρι, λίγοι μήνες. Να αλλάξεις τη ζωή σου, κοντά στα σαράντα, δεν είναι τίποτα, λες και όλα μπορούν να καθυστερούν, έτσι, για λίγους μήνες. Σαν να μην έγινε και τίποτα που θα αλλάξεις τόπο, σπίτι, συνήθειες. Σαν να μην έγινε και τίποτα που θα αφήσεις τα πρόσωπα τα αγαπημένα. Σαν να γεννήθηκες μόλις χτες. Σαν η μοναξιά να είναι τόπος οικείος.
Στους μήνες αυτούς έρχεται μια παράξενη ενηλικίωση που σε βγάζει από την παρατεταμένη εφηβεία της υποχρεωτικής ανεργίας, της αεργίας που έρχεται σαν συνέπεια της στέρησης της δύναμης, της δημιουργικότητας στην ιδανικότερη ηλικία. Πρέπει να μάθεις να δουλεύεις, να επιβιώνεις, να εκπληρώνεις τις υποχρεώσεις σου σε έναν τόπο ξένο, με ανθρώπους ξένους. Νιώθω τον εαυτό μου τυχερό που στη φάση αυτή όλα μου φάνηκαν οικεία, οι άνθρωποι, ο τόπος, ακόμα και η μοναξιά.
Τώρα τα πάντα επιστρέφουν στη θέση τους. Τώρα εγώ επιστρέφω στη βάση μου. Όλα γυρίζουν στο παρόν που δεν μπορεί να οραματίζεται... να θέλει... Θα μου πεις γιατί; Μα συμφωνήσαμε να μην πω κουβέντα για την εκπαίδευση. Συμφωνήσαμε να μιλήσω μόνο για μένα.