Δευτέρα 30 Μαΐου 2011

Γιατί τα σύμβολα κοιμήθηκαν... α(ν)εργίας και κατάθλιψης γωνία...

Κατεβαίνουμε στις πλατείες και στους δρόμους.
Όλοι για έναν κι ένας για όλους. 
Χωρίς χρώματα. Χωρίς ονόματα. 
Ίσοι. 
Αγανακτισμένοι. 
Για τους εαυτούς μας, για τα παιδιά μας, για όλα. 
Ένα καζάνι έτοιμο να εκραγεί.

Σε όλους τους μέχρι σήμερα αγώνες, η ιστορία ήθελε μπροστάρηδες, ηγέτες, σύμβολα. 
Αυτή τη φορά η ιστορία δεν θέλει ή  κάνει ότι δεν θέλει. 
Εκείνοι που ήταν για να γίνουν, δεν θα γίνουν ποτέ.
Γιατί τα σύμβολα κοιμήθηκαν κάπου μεταξύ α(ν)εργίας και κατάθλιψης γωνία.

Γιατί τα σύμβολα για να ξυπνήσουν θέλουν να τραφούν.
Με ιδέες, με οράματα, με όνειρα, με ελπίδα.
Θέλουν τέχνη να λειτουργήσουν οι αισθήσεις τους, να ξανασηκωθούν.
Τα σύμβολα θέλουν να υπάρχει η ζωή κι αυτή λίγη λίγη τη στερήθηκαν.

Τούτη η ιστορία που πάει να γραφτεί, σημαίνει το εξής:
Σήμερα, κανείς δεν αντέχει να υπάρξει σαν σύμβολο.
Όμως λίγο εσύ, λίγο εγώ, λίγο ο διπλανός, θα κρατιόμαστε στην αρχή χαλαρά, μα όσο γνωριζόμαστε, πιο σφιχτά και πιο σφιχτά, μέχρι να γίνουμε ένα Σύμβολο, όλοι μαζί. Κι αυτό είναι το στοίχημα. Αλλιώς θα μας νικήσουν. Να το θυμάσαι.








Τετάρτη 11 Μαΐου 2011

Κάποτε ο κόσμος είχε αισθήσεις

Πήρε χρόνια η απονεύρωση. Δύσκολη δουλειά. Έχεις πόλεμο. Παγκόσμιο. Πρώτο. Δεύτερο. Περνούν κι άλλοι τα ίδια. Δεν είσαι μόνος. Παγκόσμιος σου λέει. Και πολεμάς. Για μια Ελευθερία. Αυτή,την ίδια που σου στέρησαν επίσημα μετά, στις χούντες που επέβαλαν. Εκείνες που κατάλαβες και τις άλλες που διαισθάνθηκες. Σου πέταξαν στα μούτρα ένα ξεροκόμματο και από τη λαχτάρα σου μην και ξαναπεινάσεις το 'θαψες στον κήπο κι ύστερα κι άλλο κι άλλο. Νοικοκύρης. Όλα τα 'κρυψες στον κήπο ώσπου μούχλιασαν και βρώμισε ο τόπος όλος. Μα εσύ, δεν μυρίζεις πια. Συνεχίζεις και θάβεις τα ξεροκόμματά σου. Ποτέ δεν ξέρεις. Και δεν τα δοκιμάζεις, έτσι κι αλλιώς δεν έχεις γεύση. Κι ούτε ακούς. Ο δίπλα απολύθηκε. Και ούτε βλέπεις. Πού είναι ο γείτονάς σου; Μέρες τώρα, δεν τον βλέπεις. Κλείστηκες στο σπίτι και δεν βλέπεις. Μόνο ειδήσεις. Αυτές χρειάζονται. Μην τυχόν και δεν ολοκληρωθεί η απονεύρωση. Και ξαναπονέσει το δόντι. Και αρχίσεις πια και νιώθεις, και πιάσεις το ντουφέκι κι αρχίσεις πάλι να πολεμάς. Για εκείνη. Την ίδια. Την Ελευθερία λέω.